τολμηρόν

τολμηρόν
τολμηρός
hardihood
masc acc sg
τολμηρός
hardihood
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τολμηρός — ή, ό / τολμηρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει τόλμη, άφοβος, ριψοκίνδυνος (α. «τολμηρός άνθρωπος» β. «οὐχ ἐν τι μόνον, ἀλλὰ πολλὰ τολμηρός ἐστι», Λυσ.) 2. αυτός που γίνεται με τόλμη (α. «τολμηρό εγχείρημα» β. «ἀνοίας οὐδὲν τολμηρότερον», Μέν.) 3 …   Dictionary of Greek

  • JEZABEL — filia Ethbaal Regis Sidoniorum, uxor Regis Ahab sceleratissima. 1. Reg. c. 16. v. 33. etc. 21. v. 5. Torniel. et Salian. in Ann. Lat. ins. habitaculi, vel vaehabitaculo, aut ex Hebraeo et Syro, ins. sterquilinii, vel vaesterquilinio. Τὸ γύναιον… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • νεωτεροποιία — νεωτεροποιΐα, ἡ (ΑΜ) [νεωτεροποιός] μσν. στάση, κίνημα, επαναστατική κίνηση αρχ. το νεωτεριστικό πνεύμα («δείσαντες τῶν Άθηναίων τὸ τολμηρὸν καὶ τὴν νεωτεροποιΐαν», Θουκ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”